- κάθεσις
- κάθεσις, ἡ (Α) [καθίημι]1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβαση («κατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.)2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώση («κάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.)3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος4. αλλοίωση, εκφυλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.